Λέξη: αποσπασματικός
Σχετικές λέξεις: αποσπασματικός
αποσπασματικόσ συνώνυμο, αποσπασματικός αγγλικά, αποσπασματικός συνωνυμα, αποσπασματικός μετάφραση
Μεταφράσεις: αποσπασματικός
αποσπασματικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fragmentary, fragmented, scrappy, incoherent, patchy
αποσπασματικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fragmentario, fragmentaria, fragmentada, parcial, fragmentarios
αποσπασματικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fragmentarisch, bruchstückhaft, fragmentarische
αποσπασματικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fragmentaire, partiel, partielle, fragmentaires, fragmentée, en coupe
αποσπασματικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frammentario, frammentaria, frammentarie, parziale, frammentari
αποσπασματικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fragmentário, fragmentária, fragmentada, fragmentárias, fragmentado
αποσπασματικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fragmentarisch, fragmentarische, gedeeltelijk, gedeeltelijke, fragmentair
αποσπασματικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обломочный, оборванный, фрагментарный, отрывочный, фрагментарно, фрагментарное, фрагментарны, отрывочны
αποσπασματικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fragmentarisk, fragmentert, fragmentariske, utsnitt av, ufullstendig
αποσπασματικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fragmentarisk, fragmentariska, fragmentariskt, fragment, partiell
αποσπασματικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katkonainen, osittainen, hajanaisia, katkaistu, fragmentaarinen
αποσπασματικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fragmentariske, fragmentarisk, brudstykkevist, brudstykke, fragmenteret
αποσπασματικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úlomkovitý, fragmentární, zlomkovitý, dílčí, útržkovitý, kusý, částečný, kusé
αποσπασματικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ułamkowy, urywkowy, wycinkowy, fragmentaryczny, częściowy, cząstkowy, fragmentaryczne, fragmentarycznym
αποσπασματικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
foszlányos, töredékes, töredékesek, töredezett, kitört, széttöredezett
αποσπασματικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bölük pörçük, parçalı, parça parça, parçalar halinde, fragmanter
αποσπασματικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фрагментарний, уривчастий, Частковий
αποσπασματικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fragmentar, fragmentare, të fragmentuara, fragmentuar, fragmentuara
αποσπασματικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фрагментарен, частичен, фрагментарни, фрагментарно, фрагментарна
αποσπασματικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фрагментарны
αποσπασματικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katkendlik, fragmentaarne, killustatud, katkendlikud, kohtvaade
αποσπασματικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fragmentaran, fragmentarni, fragmentarna, fragmentarno, fragmen
αποσπασματικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brotakennd, deiliteikning, rofin, deiliteikning frá, broti
αποσπασματικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fragmentinis, fragmentiški, fragmentiškas, fragmentiška, fragmentiškai
αποσπασματικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fragmentārs, fragmentāri, fragmentāra, fragmentāras, fragmentārais
αποσπασματικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фрагментарни, фрагментарна, фрагментарно, фрагментарен, фрагментирани
αποσπασματικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fragmentar, fragmentară, fragmentare, parțială, fragmentată
αποσπασματικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fragmentární, fragmentarna, fragmentarni, fragmentarne, fragmentarno, fragmentih
αποσπασματικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neúplný, zlomkovitý, rozdelenú, čiastkový
Τυχαίες λέξεις