Fein στα ελληνικά

Μετάφραση: fein, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόστιμο, ασύλληπτος, ψιλή, χαριτωμένος, ωραίος, φίνος, λεπτός, μαλθακός, εκλεπτυσμένος, αίθριος, φευγαλέος, προστίμου, λεπτή, ωραία, λεπτό
Fein στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abwägend στα ελληνικά - συμβουλευτικός, διαβουλευτική, διαβούλευσης, διαβουλευτικής, η διαβουλευτική
  • allmählich στα ελληνικά - βαθμιαίος, βαθμιαία, σιγά-, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως
  • aufgegossen στα ελληνικά - εγχυομένων, εγχυθεί, έχει εγχυθεί, που έχει εγχυθεί, εγχυόμενη
Τυχαίες λέξεις
Fein στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόστιμο, ασύλληπτος, ψιλή, χαριτωμένος, ωραίος, φίνος, λεπτός, μαλθακός, εκλεπτυσμένος, αίθριος, φευγαλέος, προστίμου, λεπτή, ωραία, λεπτό