Λέξη: άμεμπτος

Σχετικές λέξεις: άμεμπτος

άμεμπτος αντωνυμο, άμεμπτος σημασια, άμεμπτος λεξικο, άμεμπτος συνώνυμα

Συνώνυμα: άμεμπτος

στιλπνός, εξευγενισμένος, ακηλίδωτος, άσπιλος, πεντακάθαρος, άψογος, ακατηγόρητος, αδιάβλητος

Μεταφράσεις: άμεμπτος

άμεμπτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
irreproachable, blameless, unblemished, polished, unimpeachable

άμεμπτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
irreprochable, libre de culpa, inocente, irreprensibles, irreprensible

άμεμπτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einwandfrei, untadelig, schuldlos, tadellos, unschuldig, ohne Tadel

άμεμπτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
irrépréhensible, irréprochable, sans reproche, irréprochables, reproche

άμεμπτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
irreprensibile, irreprensibili, immacolati, innocente, senza colpa

άμεμπτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sem culpa, inocente, irrepreensível, irrepreensíveis, íntegro

άμεμπτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onberispelijk, onschuldig, oprecht, onschuldige, onberispelijke

άμεμπτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безупречный, беспорочный, безукоризненный, непорочен, непорочными, непорочный, безупречен

άμεμπτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ulastelige, ulastelig, uklanderlig, ustraffelige, blameless

άμεμπτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klanderfria, ostraffliga, utan skuld, ostrafflig, blameless

άμεμπτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nuhteeton, nuhteettomat, syytön, nuhteettomina, nuhteettoman

άμεμπτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uden skyld, ustraffelig, ulastelige, ustraffelige, ulasteligt

άμεμπτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezúhonný, nevinný, bez úhony, bez viny, bezúhonní

άμεμπτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nienaganny, bez winy, bez nagany, bez zarzutu, nienaganne

άμεμπτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feddhetetlen, kifogástalan, feddhetetlenül, feddhetetlenek, vétkeznek

άμεμπτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suçsuz, blameless, kusursuz, masum, hatasız olmaktan

άμεμπτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невгамовний, бездоганний, ідеальний

άμεμπτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pafajshëm, paqortueshëm, i ndershëm, pa të metë, paqortueshme

άμεμπτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
невинен, безупречен, непорочен, непорочни, безупречни

άμεμπτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бездакорны, ідэальны, беззаганны

άμεμπτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süütu, laitmatu, laitmatud, laitmatuna, süüta

άμεμπτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
besprijekoran, besprijekorni, besprigovoran, besprigovornima

άμεμπτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lýtalaus, grandvar, grandvarlega, breyta grandvarlega, óaðfinnanlegir

άμεμπτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nesutepti, nekalti, nepeiktinas, priekaištų, nekaltas

άμεμπτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nevainojams, bez vainas, bezvainīgi, nevainojamam, nevainīgi

άμεμπτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непорочен, непорочни, порок, без порок

άμεμπτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nevinovat, fără prihană, fără vină, fără pată, ireproșabil

άμεμπτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brezmadežni, Nevin, graje, brez krivde, nedolžni

άμεμπτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bezúhonný, nevinný, nevinného
Τυχαίες λέξεις