Finanzen στα ελληνικά
Μετάφραση: finanzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρηματοδοτώ, οικονομικά, οικονομικών, τα οικονομικά, χρηματοδοτεί, οικονομικών της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ansprechpartner στα ελληνικά - επαφή, ομόλογος, πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
- bestreuen στα ελληνικά - προβληματίζω, φόρος, φορολογώ, ψιχαλίζω, καταβρέχω, ραντίζω, πασπαλίζουμε, ...
- brandwunde στα ελληνικά - καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
- dazwischen στα ελληνικά - μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του
Τυχαίες λέξεις
Finanzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρηματοδοτώ, οικονομικά, οικονομικών, τα οικονομικά, χρηματοδοτεί, οικονομικών της
Μεταφράσεις: χρηματοδοτώ, οικονομικά, οικονομικών, τα οικονομικά, χρηματοδοτεί, οικονομικών της