Λέξη: πυροβολισμός
Σχετικές λέξεις: πυροβολισμός
πυροβολισμός φαρμάκη, πυροβολισμόσ στα εξάρχεια, πυροβολισμός σκύλου, πυροβολισμός στο κεφάλι σε.... απευθείας μετάδοση, πυροβολισμός ονειροκριτης, πυροβολισμός παγκράτι, πυροβολισμός στο άργος, πυροβολισμός στην κανδήλα, πυροβολισμός σε παιδικό σταθμό, πυροβολισμός εξάρχεια
Συνώνυμα: πυροβολισμός
βολή, σφαίρα, σφαιρίδια, τουφεκισμός, σκοπευτής, πυροβολισμοί, πυρ, βεληνεκές όπλου, εκπλήρωση, εκκένωση, απόλυση, αποστράτευση
Μεταφράσεις: πυροβολισμός
πυροβολισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shot, shooting, gunfire, gunshot, discharge
πυροβολισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tiroteo, tiro, disparo, disparo de, plano, tras lanzamiento
πυροβολισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schießen, momentaufnahme, jagd, kugel, vermutung, injektion, schießerei, schätzung, mutmaßung, emporschießend, schütze, spritze, dreharbeiten, drehen, Schuss, Aufnahme, Shot, Schuß, erschossen
πυροβολισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tirant, tirées, fusillade, conjecture, larguer, tirai, injection, projectile, atteinte, tir, tira, tiré, tirèrent, coup, balle, tireur, photo, plan, prise de vue
πυροβολισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
iniezione, sparo, tiratore, sparatoria, tiro, colpo, ripresa, un tiro di, tiro di
πυροβολισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tiro, remate, disparou, do tiro, tiro de
πυροβολισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schot, gissing, shot, opname, geschoten, ontsproten
πυροβολισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доля, охота, кадр, стрелец, расстрел, охотничий, стрелок, взнос, фотоснимок, съемка, промах, стрельба, укол, киносъемка, попытка, выстрел, удар, выстрелил, снимок, выстрела
πυροβολισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prosjektil, jakt, skudd, skytter, shot, omtrent, skuddet, skutt
πυροβολισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skott, skytt, skytte, shot, skottet, sköt, skjuten
πυροβολισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paukku, lahtaus, läimäys, tulitus, ammuskelu, otos, arvailu, nälväisy, lahti, laukaus, ammunta, ampuja, shot, laukauksen, laukausta, laukoi
πυροβολισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
shot, skud, chance, skudt, mål
πυροβολισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zásah, revír, náboj, kulka, injekce, střelba, odstřel, fotka, střelec, rána, shot, střela, záběr, výstřel, střelu a míč
πυροβολισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zastrzelenie, setka, kula, strzał, ostrzeliwanie, wystrzał, zdjęcie, uderzenie, docinek, strzelec, pocisk, odstrzał, ostrzelanie, strzelniczy, supergwiazda, zastrzyk, strza, strzału
πυροβολισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kivetés, színjátszó, felbuggyanás, puskagolyó, súlygolyó, dobótávolság, tüzelés, lövészet, lövés, lelövés, fogzás, elszáguldás, suhanás, kikelés, fellövés, forgatás, lövése, felvétel, akciót
πυροβολισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tahmin, nişancı, atış, çekim, çekilen sut, vuruş, vurdu
πυροβολισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переливчастий, зношений, хіть, спроба, мисливство, стрілянина, випав, кінозйомка, охота, зразу, постріл
πυροβολισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
e shtënë, gjuajtja, gjuajtja e, shtënë, topi
πυροβολισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изстрел, ударът, ударът на, снимка, завършващият
πυροβολισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стрэл, выстрал
πυροβολισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tulistamine, kuul, lask, laskmine, löök, shot, tulistas, haavlid
πυροβολισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sačma, gađanje, metak, lov, dosjetka, streljaštvo, snimanje, strijeljanje, izbačen, strijelac, snimak, šut, pucanj, hitac
πυροβολισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skot, skotið, skaut, náði, átti
πυροβολισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuotrauka, kadras, šūvis, smūgiuotas kamuolys, smūgis
πυροβολισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šāviens, kadrs, shot, sitiens, nošauti
πυροβολισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истрел, шут, шутираше, shot, застрелан
πυροβολισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
shot, șut, dreapta, lovitură, șutul
πυροβολισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rána, shot, strel, Ekipa, streljal, žogo poslal
πυροβολισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rána, shot
Τυχαίες λέξεις