Fixieren στα ελληνικά

Μετάφραση: fixieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εδραιώνω, διασφαλίζω, φτιάχνω, ασφαλής, ασφαλίζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Fixieren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abtrennung στα ελληνικά - διαχωρισμός, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, χωρισμού
  • aktenvermerk στα ελληνικά - σημείωμα, σημείωση, σημειώνω, υπόμνημα, σημειώματος, memo
  • besten στα ελληνικά - κορυφή, πάνω, Top, Αρχή, Αρχή σελίδας
  • direktorin στα ελληνικά - Διευθύντρια
Τυχαίες λέξεις
Fixieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εδραιώνω, διασφαλίζω, φτιάχνω, ασφαλής, ασφαλίζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει