Λέξη: ορθότητα

Σχετικές λέξεις: ορθότητα

ορθότητα αφμ, ορθότητα επιχειρήματος, ορθότητα επιχειρημάτων, ορθότητα μετρήσεων, ορθότητα και πιστότητα μιας διεργασίας, ορθότητα συνώνυμο, ορθότητα συνώνυμα, ορθότητα αλγορίθμου, ορθότητα αγγλικά, ορθότητα συλλογισμών

Συνώνυμα: ορθότητα

ακριίεια, λεπτότητα, λεπτότης, λεπτολογία, αρμοδιότης, αρμοδιότητα, κοσμιότητα, κοσμιότης, υγιές, βάθος, υγεία, ορθότης, ακρίβεια

Μεταφράσεις: ορθότητα

ορθότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rectitude, advisability, correctness, soundness, rightness, propriety, accuracy

ορθότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
probidad, rectitud, exactitud, corrección, la corrección, correcto, correcta

ορθότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ratsamkeit, geradheit, Korrektheit, Richtigkeit, britischen, die Richtigkeit, britischen Markt

ορθότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rectitude, probité, opportunité, droiture, justice, loyauté, honnêteté, pertinence, exactitude, justesse, correcte, l'exactitude

ορθότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
correttezza, la correttezza, esattezza, regolarità, di correttezza

ορθότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exatidão, exactidão, correção, justeza, correcção

ορθότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
juistheid, correctheid, juist, correct, de juistheid

ορθότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
праведность, правильность, выгодность, прямота, корректность, правильности, корректности, правильностью

ορθότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
korrekthet, riktig, nøyaktighet, riktigheten, riktighet

ορθότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korrekthet, riktigheten, korrekta, riktighet, är korrekta

ορθότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeellisuuden, oikeellisuutta, oikeellisuudesta, oikeellisuus, korrektiuden

ορθότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
korrekthed, rigtigheden, korrekte, rigtighed, korrekt

ορθότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poctivost, čestnost, vhodnost, spravedlnost, správnost, správnosti, korektnost, korektnosti, opodstatněnost

ορθότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stosowność, proboszcz, prostota, prawość, właściwość, poprawność, prawidłowość, poprawności, prawidłowości, prawdziwości

ορθότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ajánlatosság, helyességét, korrektség, helyességéért, helyességének, helytállóságát

ορθότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doğruluk, doğruluğu, doğruluğunu, doğruluğunun

ορθότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
керування, доцільно, правильність, вірність

ορθότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
korrektësi, korrektësia, korrektësinë, korrektësisë, saktësia

ορθότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прямота, правилност, коректност, коректността, верността, точност

ορθότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
правільнасць, правільнасьць, слушнасць

ορθότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
soovitatavus, mõistlikkus, õigsust, õigsuse, korrektsuse, korrektsust, õigsuses

ορθότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opravdanost, ispravnost, točnost, ispravnosti, korektnosti, točnosti

ορθότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
misskilning, nákvæmni, forðast misskilning

ορθότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
korektiškumas, taisyklingumas, teisingumas, teisingumą, teisingumo

ορθότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pareizība, korektums, pareizību, pareizības, precizitāte

ορθότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
коректност, исправноста, исправност, правилноста, точноста

ορθότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
corectitudine, corectitudinea, corectitudinii, exactitatea, de corectitudine

ορθότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pravilnost, pravilnosti, korektnost, točnosti, točnost

ορθότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
správnosť, presnosť, správnosti, správne, presnosti
Τυχαίες λέξεις