Funktionieren στα ελληνικά
Μετάφραση: funktionieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλεύω, τρέχω, εργασία, εγχειρίζω, δεξίωση, πηγαίνω, εργάζομαι, λειτουργία, λειτουργώ, δουλειά, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ahnt στα ελληνικά - υπόπτων, υπόπτους, ύποπτοι, των υπόπτων, υπόπτων για
- annahme στα ελληνικά - αποδοχή, υπόθεση, υιοθέτηση, φαντασία, οίκημα, θεωρία, υιοθεσία, ...
- dissipation στα ελληνικά - διάλυση, διάχυση, απαγωγή, διάχυσης, απαγωγή της
- distrikt στα ελληνικά - περιφέρεια, περιοχή, μαχαλάς, έδαφος, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ, ΕΠΑΡΧΙΑ, DISTRICT, ...
Τυχαίες λέξεις
Funktionieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλεύω, τρέχω, εργασία, εγχειρίζω, δεξίωση, πηγαίνω, εργάζομαι, λειτουργία, λειτουργώ, δουλειά, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Μεταφράσεις: δουλεύω, τρέχω, εργασία, εγχειρίζω, δεξίωση, πηγαίνω, εργάζομαι, λειτουργία, λειτουργώ, δουλειά, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία