Gängig στα ελληνικά
Μετάφραση: gängig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τωρινός, ρεύμα, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anlieger στα ελληνικά - γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική
- aufstrebend στα ελληνικά - επίδοξος, επίδοξους, φιλοδοξώντας, επίδοξο, επιδιώκοντας
- bandagiert στα ελληνικά - επιδέσμους, με επιδέσμους, bandaged, δεμένου, έδεσε
- beiordnung στα ελληνικά - διορισμό του, διορισμός, διορισμό, διορισμός του, διορισμός των
Τυχαίες λέξεις
Gängig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τωρινός, ρεύμα, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Μεταφράσεις: τωρινός, ρεύμα, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών