Λέξη: φιλάρεσκος

Σχετικές λέξεις: φιλάρεσκος

φιλάρεσκος συνώνυμο, φιλάρεσκοσ συνώνυμα, φιλάρεσκος βικιλεξικο

Συνώνυμα: φιλάρεσκος

κομψεμένος, έξοχος, κομψός, εξεζητημένος, τσαχπίνικος

Μεταφράσεις: φιλάρεσκος

φιλάρεσκος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spruce, coquettish, dressy, dandy, dandified, coxcomb

φιλάρεσκος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abeto, apuesto, coqueta, elegante, vestir, de vestir, dressy

φιλάρεσκος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fichtenholzsarg, gefallsüchtig, fichte, rottanne, elegant, dressy

φιλάρεσκος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coquet, pimpant, chic, épicéa, élégant, habillé, habillée, habillés

φιλάρεσκος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elegante, dressy, dressy del

φιλάρεσκος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abeto, vistoso, dressy, refinadas, fino

φιλάρεσκος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behaagziek, koket, chic, opgedirkt, gekleed, opgedirkte, dressy

φιλάρεσκος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ель, елка, еловый, щеголеватый, шикарный, Dressy, вечерняя нарядная, нарядно, нарядные

φιλάρεσκος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fin, gran, dressy, Pent antrekk, Elegante, Elegante selskapssko, Pent

φιλάρεσκος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gran, prydlig, kokett, dressat, dressy, påg, uppklädd, dressade

φιλάρεσκος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näre, kuusi, muotitietoinen, dressy, hieno, tyylikäs, keikarimainen

φιλάρεσκος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dressy, elegant, fint klædt

φιλάρεσκος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koketní, smrk, fešný, fešácký, elegantní, slavnostní, Společenská, parádivý, Pánská společenská

φιλάρεσκος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jodła, wymuskany, świerk, schludny, elegancki, choinka, zalotny, kokieteryjny, choinkowy, szykowny, dressy, elegancko niezobowiązujący, wytwornie ubrany

φιλάρεσκος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
takaros, kacér, elegáns, Esti, Esti ünnepi, Sikkes, dressy

φιλάρεσκος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ladin, şık, Gece zarif, dressy, zarif, gösterişli

φιλάρεσκος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ялина, шикарний, розкішний

φιλάρεσκος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
serioze, pëlqen të vishet mirë, që i pëlqen të vishet mirë

φιλάρεσκος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шик, елегантен, натруфен, който обича да се докарва

φιλάρεσκος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шыкоўны

φιλάρεσκος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
flirtiv, kaunistama, Tore, Stiilne, dressy, Keikarimainen, Mood teadlik

φιλάρεσκος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kititi, smrekove, omorika, kićen, dotjerivati, svečan, elegantan

φιλάρεσκος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dressy

φιλάρεσκος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Solidi, Subtili, Wytwornie ubrany, Szykowny

φιλάρεσκος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gaumīgs, elegants, moderns, kleitiņa

φιλάρεσκος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
елегантен, официјален

φιλάρεσκος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
elegant, seara, de seara, gală, de gală

φιλάρεσκος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koketní, Svečan, Eleganten

φιλάρεσκος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koketní, elegantný, elegantné, elegantná, elegantnej, elegantnú
Τυχαίες λέξεις