Gör στα ελληνικά
Μετάφραση: gör, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορίτσι, κακόμοιρος, παιδί, κατσικάκι, πιτσιρίκος, παλιόπαιδο, κουτσούβελο, brat, βρωμόπαιδο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autobiographische στα ελληνικά - αυτοβιογραφικός, αυτοβιογραφικό, αυτοβιογραφικά, αυτοβιογραφική, αυτοβιογραφικές
- backstein στα ελληνικά - τούβλο, τούβλα, από τούβλα, τούβλου, μωσαϊκού
- dreimonatig στα ελληνικά - τρεις μήνες, τρία μήνας, τρία μηνών, τρεις μήνα, τρία μήνα
Τυχαίες λέξεις
Gör στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορίτσι, κακόμοιρος, παιδί, κατσικάκι, πιτσιρίκος, παλιόπαιδο, κουτσούβελο, brat, βρωμόπαιδο
Μεταφράσεις: κορίτσι, κακόμοιρος, παιδί, κατσικάκι, πιτσιρίκος, παλιόπαιδο, κουτσούβελο, brat, βρωμόπαιδο