Λέξη: μυώ

Σχετικές λέξεις: μυώ

μυώ λεξικο, μυώ συνώνυμα

Συνώνυμα: μυώ

εισάγω

Μεταφράσεις: μυώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
initiate, myo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
iniciar, myo, mio, de myo, de mio, el myo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anfänger, gelehrte, myo, von myo, myo-
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entamer, initions, novice, débutant, initier, instaurer, inaugurer, initient, amorcer, initié, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
iniziare, myo, di Myo, il myo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inicial, iniciar, mio, myo, mio-, de mio
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beginner, myo, myo-
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
начинающий, приступить, новичок, вводить, начинать, начать, мио, Myo, Мьо, миопатии
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innvie, innlede, myo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
myo, rayo, mya
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aloittelija, oppinut, perehdyttää, ensikertalainen, myo, myoinositoli, myo-, myoklonisia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
myo, myo-, -myo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spustit, zavést, počít, uvést, zasvětit, zahájit, začít, přijmout, Myo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wdrażać, wtajemniczać, inicjowanie, zainicjować, inicjować, zapoczątkować, wszczynać, wprowadzić, zapoczątkowywać, wprowadzać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
myo, mio, A mio, a myo, mioinozitol
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
myo, miyo, mio
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ініціали, міо, мио, міо-
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
myo, ZKR
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мио, мио-
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Міо
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
algatama, myo, müoinositooli, müo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upoznati, početak, započeti, pokrenuti, potaknuti, MYO, mio, mjo, mioinozitolom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Mjó, Myo, mýó
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mio, Myo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mio, Myo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
myo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
începător, Myo, mio, mioinozitolul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uvést, MYO
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Myo
Τυχαίες λέξεις