Ganz στα ελληνικά
Μετάφραση: ganz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήρης, γεμάτος, όλα, εντελώς, ακέραιος, άρτιος, γενικός, μεστός, όλος, συνολικός, πλήρως, ολικός, σύνολο, ποδιά, όλες, ολόκληρος, όλοι, όλων, όλους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufspannung στα ελληνικά - περιβάλλον, τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται
- aussätzig στα ελληνικά - λεπρός, λεπρό, λεπρούς, leprous, λεπροί
- auswählend στα ελληνικά - επιλεκτικά, επιλεκτική, εκλεκτικά, εκλεκτικώς, την επιλεκτική
- bettelte στα ελληνικά - επαιτεία, επαιτείας, ικετεύοντας, παρακαλώντας, ικετεύει
Τυχαίες λέξεις
Ganz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήρης, γεμάτος, όλα, εντελώς, ακέραιος, άρτιος, γενικός, μεστός, όλος, συνολικός, πλήρως, ολικός, σύνολο, ποδιά, όλες, ολόκληρος, όλοι, όλων, όλους
Μεταφράσεις: πλήρης, γεμάτος, όλα, εντελώς, ακέραιος, άρτιος, γενικός, μεστός, όλος, συνολικός, πλήρως, ολικός, σύνολο, ποδιά, όλες, ολόκληρος, όλοι, όλων, όλους