Λέξη: κακολογία

Συνώνυμα: κακολογία

ράντισμα, συκοφαντία

Μεταφράσεις: κακολογία

κακολογία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aspersion

κακολογία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aspersión, aspersion, de aspersión, por aspersión, la aspersión

κακολογία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Verleumdung, aspersion, abfällige Bemerkung, Besprengung, Besprengen

κακολογία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calomnie, dénigrement, diffamation, aspersion, l'aspersion, par aspersion

κακολογία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calunnia, aspersione, aspersion, l'aspersione, aspersione delle

κακολογία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aspersão, aspersion, de aspersão, aspersão de, por aspersão

κακολογία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laster, besprenkeling, sproeien, aspersion

κακολογία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клевета, поклеп, очистка, напраслина, очищение, навет, очистки, инсинуации, подобные инсинуации

κακολογία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aspersion

κακολογία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aspersion

κακολογία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herjaus, aspersion, panettelu

κακολογία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aspersion, stænkning, Skår

κακολογία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pomluva, hanobení, utrhání, očernění

κακολογία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obmowa, oszczerstwo, pokropienie, pomówienie, aspersion

κακολογία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meglocsolás, befröcskölés, lelocsolás, rágalom, locsolás, izzadásgátló

κακολογία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iftira, aspersion, lekelemenin, serpme, bir yamadır

κακολογία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наклеп, наклепи

κακολογία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fjalë të këqija, spërkatje

κακολογία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клевета

κακολογία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паклёп, паклёп на

κακολογία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laimamine, plekke, Panettelu, Herjaus, Jätta plekke

κακολογία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prskanje, kleveta, škropljenje, klevetanje

κακολογία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aspersion

κακολογία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šmeižtas, Pokropienie, aspersion, Oszczerstwo, Ampelošana

κακολογία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nomelnošana, ampelošana

κακολογία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
aspersion

κακολογία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calomnie, stropire, aspersiune, defăimare, stropitură, ponegrire

κακολογία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Škropivi

κακολογία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hanobení, hanobenie, hanobenia, hanobeniu, poškodzovaniu povesti, za hanobenie
Τυχαίες λέξεις