Λέξη: ψελλίζω

Σχετικές λέξεις: ψελλίζω

ψελλίζω συνωνυμα

Συνώνυμα: ψελλίζω

ψευδίζω, τραυλίζω, μουρμουρίζω, σιγομουρμουρίζω

Μεταφράσεις: ψελλίζω

ψελλίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stutter, stammer, lisp, mumble

ψελλίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
balbucear, titubear, gaguear, balbuceo, tartamudear, tartajear, ceceo, Lisp, de Lisp, seseo

ψελλίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gestotter, gestammel, stotterei, stottern, Lispeln, lisp, lispelte

ψελλίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bafouiller, balbutiement, bégayons, bégayent, ânonner, bégayez, ânonnement, bredouiller, balbutier, bégaiement, bégayer, zézayer, Lisp, zézaiement, de Lisp, cheveu sur la langue

ψελλίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tartagliare, balbuzie, balbettare, blesità, lisp, lisca, pronuncia blesa, il Lisp

ψελλίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
balbuciar, gaguejar, gaguejo, tartamudear, barraca, cicio, Lisp, ceceio, língua presa

ψελλίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hakkelen, stotteren, stamelen, lispelen, lisp, lispeel, van Lisp

ψελλίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заикаться, заикание, подделка, запинаться, лепет, сюсюкать, Lisp, шепелявость, шепелявить

ψελλίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stamme, lisp, lespe

ψελλίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stamma, lisp, läspa

ψελλίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
änkyttää, tankata, sammaltaa, lisp, lespata, sammallus

ψελλίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lisp, læspen

ψελλίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zadrhovat, koktavost, koktání, koktat, zajíkání, šišlat, Lisp, Lispu, šišlavost

ψελλίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zacinać, jąkanie, bąkanie, dukać, jąkać, seplenienie, szczebiot, seplenić, lisp

ψελλίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dadogás, selypítés, lisp, selypít, lisp A

ψελλίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kekelemek, peltek konuşma, lisp, peltek, de lisp

ψελλίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заїкання, заїкатися, заїкуватість, задавака, лепет, белькіт, белькотіння, лепетання, белькотання

ψελλίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fëshfërimë, Lisp, flas si thuthuq, thuqëroj, thuthuqësi

ψελλίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фъфлене, фъфля, LISP, шумолене

ψελλίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лопат, лепет, жаласныя, балбатню, мармытаньне

ψελλίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kogelema, kogelemine, soselema, soselus, Sammallus, Sammaltaa, LISPiga

ψελλίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mucanje, mucati, zamuckivanje, šuškati, vrskati, šuškanje, lisp, tepanje

ψελλίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Lisp

ψελλίζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
balbutio

ψελλίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švepliuoti, švebelda, švebeldžiuoti, Seplenienie, Čalošana

ψελλίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stostīties, čalošana, šļupsti, LISP, čabēšana, šļupstēt

ψελλίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Lisp, на Lisp, од Lisp

ψελλίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
foșnet, lisp, gângăveală, freamăt, bâlbâială

ψελλίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lisp, Lispa, Lispu, na Lispu

ψελλίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koktať, šušlať
Τυχαίες λέξεις