Geifern στα ελληνικά

Μετάφραση: geifern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιαρίζω, σαλιώνω, σαλιάζω, σιαλίζω, σαλιώνουν, salivate
Geifern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allgegenwärtige στα ελληνικά - πανταχού παρών, πανταχού παρούσα, πανταχού, παντού, πανταχού παρόν
  • ausgefragt στα ελληνικά - αμφισβήτηση, αμφισβήτησαν, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί, ερωτήθηκαν
  • biegsamkeit στα ελληνικά - ευλυγισία, ευκαμψία, ευελιξία, ευελιξίας, την ευελιξία, ελαστικότητα
  • dunkeltastung στα ελληνικά - Τυφλή, ηρεμίας, blanking, κενώσεως, τυφλές
Τυχαίες λέξεις
Geifern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, σαλιώνω, σαλιάζω, σιαλίζω, σαλιώνουν, salivate