Λέξη: αρχιεπίσκοπος
Σχετικές λέξεις: αρχιεπίσκοπος
αρχιεπίσκοπος αναστάσιος, αρχιεπίσκοπος μακάριος, αρχιεπίσκοπος δαμασκηνός, αρχιεπίσκοπος σπυρίδων, αρχιεπίσκοπος χριστόδουλος, αρχιεπίσκοπος αθηνών, αρχιεπίσκοπος σεραφείμ, αρχιεπίσκοπος κρήτης, αρχιεπίσκοπος κύπρου, αρχιεπίσκοπος κυπριανός
Συνώνυμα: αρχιεπίσκοπος
ανθρωποειδής πίθηκος
Μεταφράσεις: αρχιεπίσκοπος
αρχιεπίσκοπος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
archbishop, primate, archbishop of, the Archbishop
αρχιεπίσκοπος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arzobispo, Mons, el Arzobispo, monseñor, arzobispado
αρχιεπίσκοπος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erzbischof, Erzbischof, Erzbischofs, der Erzbischof
αρχιεπίσκοπος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
archevêque, Mgr, l'archevêque, archevêché, Monseigneur
αρχιεπίσκοπος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arcivescovo, dell'arcivescovo, l'Arcivescovo, all'arcivescovo, dall'arcivescovo
αρχιεπίσκοπος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arcebispo, Dom, archbishop, o Arcebispo, D.
αρχιεπίσκοπος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aartsbisschop, metropoliet, de aartsbisschop, Archbishop, bisschop, Mgr
αρχιεπίσκοπος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
архиепископ, архиепископа, архиепископом, Владыка, архиерей
αρχιεπίσκοπος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erkebiskop, Erkebiskopen, Erkebiskopens, Archbishop, erkebispen
αρχιεπίσκοπος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ärkebiskop, ärkebiskopen, Ärkebiskops, Ärkebiskopens, Archbishop
αρχιεπίσκοπος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkkipiispa, arkkipiispan, Archbishop, arkkipiispalle, arkkipiispaa
αρχιεπίσκοπος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ærkebiskop, ærkebiskoppen, Erkebispen, Erkebispens, ærkebispen
αρχιεπίσκοπος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
arcibiskup, arcibiskupem, arcibiskupa, Archbishop, Arcibiskupský
αρχιεπίσκοπος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
arcybiskup, arcybiskupa, arcybiskupem, Abp, bp
αρχιεπίσκοπος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érsek, érseke, érseki, Archbishop
αρχιεπίσκοπος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başpiskopos, başpiskoposu, metropolit, archbishop, başpiskopos'un
αρχιεπίσκοπος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
архієпископ, архиєпископ
αρχιεπίσκοπος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryepeshkop, kryepeshkopi, kryepeshkopi i, Arqipeshkvi, peshkopit
αρχιεπίσκοπος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
архиепископ, митрополит, за архиепископ, архиепископа, архиепископът
αρχιεπίσκοπος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арцыбіскуп, архіепіскап, архібіскуп, архіяпіскап
αρχιεπίσκοπος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peapiiskop, peapiiskopi, peapiiskopiks, peapiiskopile, piiskop
αρχιεπίσκοπος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadbiskup, mitropolit, arhiepiskop, nadbiskupa, je nadbiskup, nadbiskup je
αρχιεπίσκοπος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Erkibiskup, erkibiskupinn, Archbishop, erkibiskupsins
αρχιεπίσκοπος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
archiepiscopus
αρχιεπίσκοπος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
arkivyskupas, arkivyskupu, arkivyskupui, arkivyskupo, arkiv
αρχιεπίσκοπος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arhibīskaps, arhibīskapa, arhibīskapu, archibīskaps, arhibīskapam
αρχιεπίσκοπος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Архиепископот, архиепископ, надбискуп, надбискупот, на Архиепископот
αρχιεπίσκοπος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arhiepiscop, Arhiepiscopul, Arhiepiscopului, IPS, episcopul
αρχιεπίσκοπος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nadškof, nadškof je, nadškofa, nadškof in metropolit
αρχιεπίσκοπος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
arcibiskup, arcibiskupa, arcibiskupom
Στατιστικά δημοτικότητας: αρχιεπίσκοπος
Τυχαίες λέξεις