Gemütlich στα ελληνικά
Μετάφραση: gemütlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευδιάθετος, κεφάτος, εύθυμος, άνετος, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Μεταφράσεις
- alkoholsucht στα ελληνικά - αλκοολισμός, εθισμός στο αλκοόλ, ο εθισμός στο αλκοόλ, εθισμό στο αλκοόλ, τον εθισμό στο αλκοόλ, εξάρτησης από το αλκοόλ
- ballettröckchen στα ελληνικά - φούστα, Tutu, Τούτου, φούστα που, ο Τούτου
- degeneriert στα ελληνικά - εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
Τυχαίες λέξεις
Gemütlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευδιάθετος, κεφάτος, εύθυμος, άνετος, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Μεταφράσεις: ευδιάθετος, κεφάτος, εύθυμος, άνετος, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες