Λέξη: αριστοκρατικός

Σχετικές λέξεις: αριστοκρατικός

αριστοκρατικόσ πατριωτισμόσ

Συνώνυμα: αριστοκρατικός

έξοχος, επιδεικτικός, ευγενής, ευγενικός, αβρός

Μεταφράσεις: αριστοκρατικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aristocratic, swanky, aristocratical, courtly, swell
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aristocrático, ostentoso, elegante, lujoso, swanky, ostentosa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
adelig, aristokratisch, protzig, Swanky, protzigen, mondänen, schicke
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aristocratique, chic, huppé, huppée, swanky, chics
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
Swanky, sciccoso, eccentrico, albergo chic, millantatore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pretensioso, parlapatão, ostentoso, famosas, swanky
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opschepperig, swanky, chic, chique
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аристократический, шикарный, шикарным
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
swanky, snertne, snobbete
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flott, tjusig, flotta, swanky, stroppigt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siniverinen, aatelinen, diivaileva, upea, swanky, hieno, leveilevä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
luksusferiested, smarte, swanky, flotte
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šlechtický, aristokratický, elegantní, nóbl, chvástavý, vychloubačný
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
arystokratyczny, swanky, wypasione, eleganckiego, szykowne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hencegő, swanky, felvágós, puccos
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
havalı, havalı bir, şık, gösterişli, swanky
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аристократичний, шикарний, розкішний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luksoz
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ефектен, скъп, моден, биещ на очи, наперен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шыкоўны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suursugune, aristokraatlik, šikk, Tore, ärplev, kelkiv, Diivaileva
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otmjen, swanky
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
swanky
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
generosus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
swanky
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stilīgs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претенциозен, ефектен, моден
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
swanky, cochetul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šopirjenje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
aristokratický, elegantný, elegantné, elegantná, elegantnej, elegantnú
Τυχαίες λέξεις