Gemeinsam στα ελληνικά

Μετάφραση: gemeinsam, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινώς, μαζί, κοψίδι, συνήθως, κοινός, κοινά, γόμφος, αμοιβαίος, συνηθισμένος, άρθρωση, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Gemeinsam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absprechend στα ελληνικά - υποτιμητικός, μειωτικός, υποτιμητικό, παρέκκλισης, υποτιμητική
  • befriedigende στα ελληνικά - ικανοποιητικός, ικανοποιητική, ικανοποιητικό, ικανοποιητικά, ικανοποιητικές
  • blindschleiche στα ελληνικά - blindworm
  • dunkelheit στα ελληνικά - μουχρός, σκοτεινός, μαύρος, μελαχρινός, σκούρος, ομίχλη, ζόφος, ...
Τυχαίες λέξεις
Gemeinsam στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινώς, μαζί, κοψίδι, συνήθως, κοινός, κοινά, γόμφος, αμοιβαίος, συνηθισμένος, άρθρωση, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και