Λέξη: στείρος
Σχετικές λέξεις: στείρος
στείρος συνώνυμα, είμαι στείρος, στείρος χώρος, στείρος ευστάθιος, στείρος συμβολαιογράφος, στείρος άνδρας, χρήστος στείρος, στείρος συνώνυμο
Συνώνυμα: στείρος
άγονος, εξαντλημένος, άτεκνος
Μεταφράσεις: στείρος
στείρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sterile, infertile, barren, jejune, effete
στείρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estéril, infecundo, estériles, esterilizada, estéril de
στείρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trocken, keimfrei, einöde, nüchtern, aseptisch, unfruchtbar, karg, kinderlos, strohig, jugendlich, steril, sterilen, sterile, steriler
στείρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soporifique, stéréotypie, monotone, aseptisé, infructueux, aride, juvénile, pelée, assommant, oisif, stérile, ennuyeux, improductif, vain, fastidieux, aseptique, stériles, stérile de
στείρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arido, sterile, infecondo, sterili
στείρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estéril, esterilizada, estéreis, esterilizado, est�il
στείρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
steriel, kiemvrij, jeugdig, onvruchtbaar, steriele, een steriele
στείρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
юношеский, асептический, юный, худой, сухой, скудный, бесплодный, напрасный, бедный, безрезультатный, тощий, бессемянный, бесполезный, стерильный, тщетный, стерилизованный, стерильной, стерильные, стерильным, стерильными
στείρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ufruktbar, steril, gold, sterile, sterilt
στείρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
steril, sterilt, sterila
στείρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lisääntymiskyvytön, bakteeriton, joutomaa, paljas, tuottamaton, maho, hedelmätön, epäkypsä, eloton, karu, nuorekas, steriili, liaton, steriiliä, steriiliin, steriilin, steriilit
στείρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
steril, sterile, sterilt
στείρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neplodný, jalový, hluchý, suchopárný, jednotvárný, suchý, neúrodný, nudný, planý, sterilní, neproduktivní, sterilním, sterilně, sterilního, sterilních
στείρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
suchy, bezużyteczny, nieurodzajny, konkretyzować, nieciekawy, niepłodny, płonny, sterylny, jałowy, bezpłodny, bezlistny, sterylne, sterylna
στείρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terméketlen, steril, a steril, sterilen
στείρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genç, kısır, steril, steril bir, steril olarak
στείρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безплідний, виведений, неплідний, глузування, марний, неродючий, безрезультатний, стерильний, стерильні, стерильне
στείρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
steril, sterile, sterile të, steril i, sterile dhe
στείρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стерилен, стерилна, стерилни, стерилно, стерилната
στείρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стэрыльны, стэрыльнаю, стэрыльнае, стэрыльным, стэрыльную
στείρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sisutühi, sigimatu, aher, viljatu, steriilne, toiteväärtuseta, steriilse, steriilses, steriilset, steriilsed
στείρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sterilan, pust, neplodan, nepogodan, gol, jalov, oskudan, sterilna, sterilne, sterilni, sterilno
στείρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dauðhreinsað, sæfð, sæft, sæfðri, dauðhreinsuð
στείρος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
infelix, sterilis, infecundus
στείρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sterilus, sterili, sterilaus, sterilūs, sterilų
στείρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sterils, sterila, sterilu, sterili
στείρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стерилни, стерилен, стерилна, стерилно, стерилната
στείρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
steril, sterilă, sterile, sterila
στείρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sterilní, naivní, sterilna, sterilni, sterilno, sterilne, sterilen
στείρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nezrušený, sterilní, pustý, naivní, nudný, neplodný, sterilný, sterilné, sterilnej, sterilná, sterilnú
Τυχαίες λέξεις