Αμοιβαίος στα γερμανικά

Μετάφραση: αμοιβαίος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemeinsam, gegenseitig, gegenseitigen, gegenseitige, die gegenseitige
Αμοιβαίος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμοιβαίος

αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος λεξικό γλώσσας γερμανικά, αμοιβαίος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αμοιβάδα στα γερμανικά - amöbe, Amöbe, Amöben, amoeba, amöben, Amoebe
  • αμοιβή στα γερμανικά - entschädigen, vorteil, gebühr, kompensieren, gebuht, gewinn, belohnung, ...
  • αμπάρι στα γερμανικά - stiel, arrest, enthalten, laderaum, zustimmen, verzögerung, haft, ...
  • αμπέλι στα γερμανικά - weingut, weinberg, weingarten, Weinberg, Weingarten, Weingut
Τυχαίες λέξεις
Αμοιβαίος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gemeinsam, gegenseitig, gegenseitigen, gegenseitige, die gegenseitige