Geselle στα ελληνικά

Μετάφραση: geselle, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεχνίτης, βοηθός, ειδικευμένος τεχνίτης, τεχνίτη, από τεχνίτη, τον τεχνίτη
Geselle στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allgemeine στα ελληνικά - γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
  • archivierung στα ελληνικά - αποθήκευση, Αρχειοθέτηση, αρχειοθέτησης, Η αρχειοθέτηση, Archiving, της αρχειοθέτησης
  • argwöhnisch στα ελληνικά - ύποπτος, καχύποπτος, καχύποπτα, ύποπτα, καχυποψία, ύποπτη, υπόπτως
  • diskussionsrunde στα ελληνικά - προεδρείο, φάτνωμα, πίνακας, πίνακα, πάνελ, επιτροπή, του πίνακα
Τυχαίες λέξεις
Geselle στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεχνίτης, βοηθός, ειδικευμένος τεχνίτης, τεχνίτη, από τεχνίτη, τον τεχνίτη