Λέξη: εγκλιματίζομαι

Σχετικές λέξεις: εγκλιματίζομαι

εγκλιματίζομαι αγγλικα, εγκλιματίζομαι english, εγκλιματίζομαι στα αγγλικα

Μεταφράσεις: εγκλιματίζομαι

εγκλιματίζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acclimatize, acclimate, naturalize, acclimated, are acclimated, acclimatized

εγκλιματίζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
habituar, aclimatar, naturalizar, naturalizarse, naturalización, naturalizar a, naturalizar la

εγκλιματίζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akklimatisieren, einbürgern, naturalisieren, Einbürgerung, zu naturalisieren, naturalize

εγκλιματίζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accoutumer, acclimatez, acclimater, acclimatons, acclimatent, naturaliser, naturalisation, la naturalisation, naturaliser les, état naturel

εγκλιματίζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abituare, naturalizzare, naturalizzarsi, naturalizzazione, naturalize, naturalizzarli

εγκλιματίζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
climatizar, aclimatizar, aclimatar, aclimate, naturalizar, naturalizam, naturalizá, naturalize, naturalizamos

εγκλιματίζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
acclimatiseren, naturaliseren, verwilderen, inburgeren, natuurlijk maken

εγκλιματίζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акклиматизировать, натурализоваться, натурализовать, натурализацию, натурализации, натурализуем

εγκλιματίζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
natural, naturalisere

εγκλιματίζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
naturalisera

εγκλιματίζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mukauttaa, tottua, kansalaistaa, kotiuttaa, omaksua, antaa jklle kansalaisoikeudet

εγκλιματίζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
naturaliserer, naturalisere, at naturaliserer, som naturaliserer

εγκλιματίζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
aklimatizovat, zdomácnět, naturalizovat, naturalizaci, naturalize, udělit občanství

εγκλιματίζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaaklimatyzować, aklimatyzować, przyzwyczajać, przyzwyczaić, znaturalizować, zadomowić, naturalizować, naturalizacji, przyrodę

εγκλιματίζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
honosít, természetesnek, meghonosodik, naturalizálása, meghonosítása

εγκλιματίζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alıştırmak, vatandaşlık vermek, vatandaşlık, naturalize, doğallaştırmak, mesrulastirmak

εγκλιματίζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акліматизуйтеся, натурализоваться, натуралізуватися

εγκλιματίζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i jap shtetësinë, shtetësinë, jap shtetësinë, natyralizoj

εγκλιματίζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усвоявам, натурализирам, натурализирате, натурализира, въвеждам

εγκλιματίζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
натуралізаваных, натуралізаваныя, натуралізаваўся, натуралізаваны

εγκλιματίζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aklimatiseeruma, naturaliseerima, naturalisatsiooniotsuse, naturaliseerida, Kodumaale, jklle kodanikuõigused

εγκλιματίζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aklimatizacije, aklimatizacija, udomaćiti, naturalizirati, državljanstvo, odomaćiti, naturalizovati

εγκλιματίζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
naturalize

εγκλιματίζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
natūralizuotis, aklimatizuoti, Znaturalizować, Naturalizować, prigyja

εγκλιματίζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
naturalizēt, aklimatizēt, naturalizēties, naturalizējas

εγκλιματίζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
натурализира, натурализирам, натурализација, ги натурализира, натурализација на

εγκλιματίζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
naturaliza, naturalizarea, se naturaliza, a se naturaliza, studia natura

εγκλιματίζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Naturalizovati, Sprejet državljanstva

εγκλιματίζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
udomácniť, udomácniť sa
Τυχαίες λέξεις