Gesittet στα ελληνικά
Μετάφραση: gesittet, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρέπων, μαζεμένος, εύσχημος, σεμνός, ευπρεπής, πολιτισμένος, πολιτισμένη, πολιτισμένο, πολιτισμένες, πολιτισμένης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amputierend στα ελληνικά - ακρωτηριασμό, ακρωτηριάσει, amputating, ακρωτηριαστική, ακρωτηριάζουμε
- briefmarke στα ελληνικά - χαρτόσημα, γραμματόσημο, σφραγίδα, σφραγίδας, χαρτοσήμου, τη σφραγίδα
- dehnbarkeit στα ελληνικά - ολκιμότητα, πλαστιμότητας, πλαστιμότητα, ελατότητα, ολκιμότητας
- diejenige στα ελληνικά - που, εκείνος, το ένα, αυτός, εκείνη, εκείνο, αυτή που
Τυχαίες λέξεις
Gesittet στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρέπων, μαζεμένος, εύσχημος, σεμνός, ευπρεπής, πολιτισμένος, πολιτισμένη, πολιτισμένο, πολιτισμένες, πολιτισμένης
Μεταφράσεις: πρέπων, μαζεμένος, εύσχημος, σεμνός, ευπρεπής, πολιτισμένος, πολιτισμένη, πολιτισμένο, πολιτισμένες, πολιτισμένης