Großmut στα ελληνικά
Μετάφραση: großmut, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, μεγαλοψυχίας, τη μεγαλοψυχία, την μεγαλοψυχία, μεγαλοψυχία του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- besetzung στα ελληνικά - χορταστικός, επάγγελμα, σφράγισμα, σπασμός, επιτελείο, καταμερισμός, κατοχή, ...
- besitzend στα ελληνικά - ιδιοκτησία, Η ιδιοκτησία, την ιδιοκτησία, που κατέχουν, Η κατοχή
- beurteilen στα ελληνικά - δικάζω, κριτής, αξιολογούν, αξιολόγηση, αξιολογεί, αξιολογήσει, εκτιμήσει
- burgen στα ελληνικά - Κάστρα, κάστρων, τα κάστρα, πύργους, Castles
Τυχαίες λέξεις
Großmut στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, μεγαλοψυχίας, τη μεγαλοψυχία, την μεγαλοψυχία, μεγαλοψυχία του
Μεταφράσεις: μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, μεγαλοψυχίας, τη μεγαλοψυχία, την μεγαλοψυχία, μεγαλοψυχία του