Σεξουαλικότητα στα αγγλικά
Μετάφραση: σεξουαλικότητα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sexuality, sexual
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: σεξουαλικότητα
sexuality
- σεξουαλικότητα
- διάκριση φύλων
- γενετήσιος ορμή
Σχετικές λέξεις: σεξουαλικότητα
σεξουαλικότητα εφήβων, σεξουαλικότητα και παιδί, σεξουαλικότητα και κοινωνία, σεξουαλικότητα παιδιών, σεξουαλικότητα ζωδίων, σεξουαλικότητα λεξικό γλώσσας αγγλικά, σεξουαλικότητα στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- σεξ στα αγγλικά - sex, having sex, of sex, sex with
- σεξουαλικός στα αγγλικά - sexual, sex, genital, sexy
- σεπτός στα αγγλικά - venerable, the venerable
- σερβάντα στα αγγλικά - sideboard, servanta
Τυχαίες λέξεις
Σεξουαλικότητα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: sexuality, sexual
Μεταφράσεις: sexuality, sexual