Hölzern στα ελληνικά
Μετάφραση: hölzern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύλινος, ξύλο, ξυλώδης, ξύλινα, ξύλινο, ξύλινη, ξύλινες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abonnent στα ελληνικά - αναγνώστης, συνδρομητής, συνδρομητή, συνδρομητών, συνδρομητού, του συνδρομητή
- abzählbar στα ελληνικά - αριθμητός, countable, προσμετρήσιμο, μετρήσιμα, καταμετρήσιμες
- anstiege στα ελληνικά - αυξήσεις, οι αυξήσεις, αυξάνει, αυξήσεων, αυξάνεται
- ausgekleidet στα ελληνικά - επένδυση, επενδεδυμένα, με επένδυση, παραταχθεί, επένδυση από
Τυχαίες λέξεις
Hölzern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύλινος, ξύλο, ξυλώδης, ξύλινα, ξύλινο, ξύλινη, ξύλινες
Μεταφράσεις: ξύλινος, ξύλο, ξυλώδης, ξύλινα, ξύλινο, ξύλινη, ξύλινες