Λέξη: ημερολόγιο

Σχετικές λέξεις: ημερολόγιο

ημερολόγιο απριλίου 2014, ημερολόγιο απεργιών, ημερολόγιο 2013, ημερολόγιο 2012, ημερολόγιο 2010, ημερολόγιο 2014, ημερολόγιο 2009, ημερολόγιο 2014 με αργίες, ημερολόγιο 2011, ημερολόγιο 2015, το ημερολόγιο, ημερολόγιο εγκυμοσύνης

Συνώνυμα: ημερολόγιο

ημερολόγιο συμβάντων, εορτολόγιο, αστρονομικό ημερολόγιο, καζαμίας, εφημερίδα, οδοιπορία, στροφέας άξονα, ημερολόγιο διάφορων πράξεων

Μεταφράσεις: ημερολόγιο

ημερολόγιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
calendar, diary, journal, log, logbook

ημερολόγιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
almanaque, calendario, calendario de, civil, el calendario, de calendario

ημερολόγιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
register, kalender, verzeichnis, Kalender, Calendar, Kalender Alle

ημερολόγιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calendrier, almanach, civile, Calendar, le calendrier, agenda

ημερολόγιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calendario, civile, calendar, il calendario, di calendario

ημερολόγιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calendário, acetinar, civil, calendário de, de calendário, agenda

ημερολόγιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kalender, agenda, kalenderjaar, kalenderdagen, de kalender

ημερολόγιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опись, летосчисление, указатель, календарь, времяисчисление, месяцеслов, календарь и, календаря, календарный, Calendar

ημερολόγιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kalender, kalenderen, kalenderen for

ημερολόγιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kalender, kalendern, Calendar, Kalender

ημερολόγιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
allakka, almanakka, kalenteri, ajanlasku, päivyri, kalenterivuoden, kalenterin, kalenteriin, kalenteripäivän

ημερολόγιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kalender, Calendar, kalenderen, kalenderår, tidsplan

ημερολόγιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kalendář, Calendar, kalendářní, kalendáře, kalendár

ημερολόγιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gładziarka, wokanda, kalander, kalendarium, kalendarz, kalendarzowy, kalendarza, calendar, okresie

ημερολόγιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
naptár, napirend, almanach, naptári, naptárban, naptárat, calendar

ημερολόγιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
takvim, Calendar, takvimi, ajanda, bir takvim

ημερολόγιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
календарний, покажчик, календар, календарь, календаря, календар Позначити

ημερολόγιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kalendar, kalendarik, Kalendari, kalendarin, kalendarit

ημερολόγιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
календар, календарен, календарна, календарната, календара

ημερολόγιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каляндар, календарь, календар

ημερολόγιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kalender, kalendriaasta, kalendripäeva, kalendri, kalendrikuu

ημερολόγιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kalendarski, kalendarskoj, kalendar, kalendara, Calendar, zauzetosti

ημερολόγιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
almanak, dagatal, dagbók, Live Chat, dagbókina, dagatalið

ημερολόγιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalendorius, kalendoriniai, kalendoriaus, kalendorių, kalendorinius

ημερολόγιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalendārs, kalendāra, kalendāru, kalendārais, kalendārā

ημερολόγιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
календар, календарот, календарски, Календар на, календарска

ημερολόγιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calendar, calendaristic, calendarul, calendaristică, calendaristice

ημερολόγιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koledar, calendar, koledarsko, Koledar prostih, koledarski

ημερολόγιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kalendár, kalendář, kalendára

Στατιστικά δημοτικότητας: ημερολόγιο

Τυχαίες λέξεις