Hören στα ελληνικά

Μετάφραση: hören, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Hören στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgewehrt στα ελληνικά - μπλοκαριστεί, αποκλεισμένη, αποκλειστεί, μπλοκάρει, αποκλεισμένος
  • beantwortet στα ελληνικά - απαντηθεί, απάντησε, απαντηθούν, απαντά, απάντησαν
  • behandlungen στα ελληνικά - θεραπείες, επεξεργασίες, περιποιήσεις, θεραπειών, αγωγές
  • bierbank στα ελληνικά - πάγκο, πάγκος, παγκάκι, πάγκου, κλίνη
Τυχαίες λέξεις
Hören στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε