Λέξη: σφυροκοπώ
Συνώνυμα: σφυροκοπώ
κοπανίζω, τρίβω, κτυπώ σε κύματα, συντρίβω, παραμορφώνω, βομβαρδίζω από τον αέρα, πολυβολώ από τον αέρα, κατσαδιάζω
Μεταφράσεις: σφυροκοπώ
σφυροκοπώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hammer, strafe, pound, batter
σφυροκοπώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
martillo, bombardear, Strafe, ametrallar, desplazamiento lateral, Desplazarse
σφυροκοπώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hammer, anschlaghammer, schlägel, hämmern, beschießen, Strafe, Seitlich, Seitschritt, Seitlich nach
σφυροκοπώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
martelez, choquer, martèlent, percuter, cogner, taper, marteler, chien, frapper, enfoncer, marteau, battre, heurter, martelons, ficher, marmiter, bombarder, Strafe, mitrailler, mitraillage
σφυροκοπώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mitragliare, Strafe, Spostamento a, bombardare, Schivate
σφυροκοπώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
marreta, hamburgo, martelar, martelo, metralhar, bombardeamento, bombardear, strafe, repreender severamente
σφυροκοπώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hameren, hamer, straffe, strafe
σφυροκοπώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
молоток, молотобоец, вколотить, сбивать, выковывать, забивать, молот, курок, наказывать, стрейф, фиксирования атаки, Для фиксирования атаки
σφυροκοπώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hammer, slegge, strafe
σφυροκοπώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Strafe
σφυροκοπώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hakata, vasaroida, moukari, vasara, moukarinheitto, tulittaa, strafe
σφυροκοπώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hammer, maskingeværild, strafe
σφυροκοπώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zabouchat, kladivo, tlouci, vrážet, bouchat, tlouct, kladívko, klepat, zatloukat, prudce bombardovat, Strafe, bombardovat, Úkrok, Úkroky
σφυροκοπώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wbijać, młot, młotek, zaklepać, uderzać, walić, ostrzelać, strafe
σφυροκοπώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kalapácscsont, ágyútűz, Strafe, géppuskatűz
σφυροκοπώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekiç, bombalamak, strafe, bombardıman, azarlamak, bombardıman etmek
σφυροκοπώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збивати, молоток, карати, каратимуть, каратиме
σφυροκοπώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çekiç, ndëshkim, dënim
σφυροκοπώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чук, ругатня, наказвам строго, повреждам, бомбардирам жестоко, обстрелвам жестоко
σφυροκοπώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
молат, сабака, караць, пакараць
σφυροκοπώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
strafe, Tulittaa
σφυροκοπώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kovati, čekić, mitrljiranje, mitraljirati u niskom brišućem letu
σφυροκοπώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hamra, hamar, strafe
σφυροκοπώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plaktukas, kūjis, apšaudymas, ugnis, puolimas, duoti pylos, apšaudyti
σφυροκοπώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
āmurs, āmuriņš, apšaudīt, viesuļuguns
σφυροκοπώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чеканот, strafe
σφυροκοπώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ciocan, bombarda, distruge
σφυροκοπώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kladivo, Strafe
σφυροκοπώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kladivo, prudko, výrazne, rýchlo, prudký, sa prudko
Τυχαίες λέξεις