Λέξη: αραιός
Σχετικές λέξεις: αραιός
αραιός αγγλικά, αραιός πίνακας
Συνώνυμα: αραιός
σπάνιος, μισοψημένος, μισοψημένο, ολιγόψητος, σχεδόν άψητος, λεπτός, αδύνατος, ισχνός, λιγνός, ξεθωριασμένος, νερωμένος, σποραδικός, πολύ λεπτός
Μεταφράσεις: αραιός
αραιός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thin, sparse, washy, tenuous, dilute
αραιός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escaso, leve, delgado, ralo, tenue, escurrido, disperso, aguado, enrarecer, flaco, enjuto, escasa, escasos, escasas
αραιός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dünnflüssig, unwichtig, wenig, abnehmen, mager, geringfügig, karg, unerheblich, dünn, unbedeutend, klein, spärlich, spärlichen, spärliche, sparse
αραιός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
léger, subtiliser, éclaircir, faible, atténuer, fin, chétif, rare, délayer, mince, maigre, ténu, effilé, débile, mou, amincir, clairsemé, clairsemée, rares, éparse
αραιός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lieve, leggero, snello, diradare, rado, fine, esile, assottigliare, scarso, magro, sottile, scarno, sparse, sparso, scarsa
αραιός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fino, delgado, leve, dedal, magro, esparso, escasso, esparsa, esparsos, esparsas
αραιός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
licht, mager, schraal, sprietig, dun, schaars, sparse, schaarse, spaarzame
αραιός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тоненький, вытягивать, исхудалый, незначительный, неплотный, разжидить, прореживать, разжижать, полупустой, редеть, разрежаться, худеть, редкий, утончать, разредиться, продергать, редкие, редкими, редкой, редкая
αραιός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tynn, skrinn, mager, fortynne, sparsom, sparsommelig, tynt, sparsomme
αραιός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smärt, spenslig, tunn, gles, mager, glesa, glest, sparsam, spar
αραιός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kevyt, hento, hieno, hajanainen, väljä, läpinäkyvä, laimea, laimentaa, hoikka, hintelä, harva, laiha, vajaa, sparse, harvan, harvaa, niukkaa
αραιός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mager, smal, sparsom, spredt, tynd, sparsomme, sparse, tyndt, sparsomt
αραιός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slabý, zeslabit, zjemnit, zředit, skrovný, nepatrný, vzácný, tenký, hubený, libový, ředit, řídký, rozptýlený, řídké, řídkému, rozptýlené
αραιός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzednąć, ścieniać, słaby, chudy, szczupły, rozcieńczyć, przerzedzać, patykowaty, rzadki, rozrzedzić, rozrzedzać, skąpy, nieliczny, rzadkie, skromne, skąpe, nieliczne
αραιός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyér, szórványos, ritka, kevés, sparse, ritkás
αραιός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yağsız, sulu, zayıf, hor, sucuk, önemsiz, seyrek, sparse, dağınık, azdır
αραιός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тонкий, витягувати, розсіяний, рідкісний, рідкий, рідкісна, окремий
αραιός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hollë, i rrallë, rrallë, të rrallë, rralla, e rrallë
αραιός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рядък, рядка, откъслечни, оскъдни, оскъдно
αραιός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ясни, тонкi, лёгкi, рэдкі
αραιός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õhuke, peenike, hõre, hajus, vaevalist, hõreda, vähe, aukudega
αραιός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tanjiti, raštrkan, oskudan, rijedak, rasturen, prorijeđen, tanak, rijetke, oskudni, prorijeđena, su rijetke
αραιός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dreifður, dreifð, rýrt, Strjált, strjál
αραιός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exilis, tenuis
αραιός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skystas, plonas, retas, negausus, nedaug, negausūs, negausi
αραιός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plāns, tievs, rets, šķidrs, izsēts, reti, maz, izkaisīti
αραιός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
редок, раштркани, полека водичката, ретки, ретка
αραιός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rar, slab, subţire, rare, rară, sparse, insuficiente
αραιός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tanek, redki, skopi, redka, redke, redek
αραιός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tenký, hubený, chudý, riedky, zriedkavý, mäkkých, nízku frekvenciu