Hakte στα ελληνικά

Μετάφραση: hakte, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γαμψός, αγκύλος, γαντζώθηκε, συνδεδεμένο, αγκιστρώνεται, γαντζώνονται
Hakte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • armatur στα ελληνικά - εργαλείο, όργανο, προσαρμογή, συναρμολόγηση, εφαρμογή, τοποθέτηση, εξάρτημα
  • ausdrücken στα ελληνικά - μεταβιβάζω, προφέρω, διατυπώνω, μεταδίδω, κουβαλώ, έναρθρος, μεταφέρω, ...
  • beschläge στα ελληνικά - εξαρτήματα, εξαρτημάτων, διαρρύθμιση, τα εξαρτήματα, Επιπλώσεις
  • damespiel στα ελληνικά - ντάμα, πούλια, τα πούλια, ελεγκτές, πιόνια
Τυχαίες λέξεις
Hakte στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γαμψός, αγκύλος, γαντζώθηκε, συνδεδεμένο, αγκιστρώνεται, γαντζώνονται