Λέξη: καυστικός
Σχετικές λέξεις: καυστικός
καυστικόσ αγγλικα, καυστικός συνώνυμο, καυστικός πόνος, καυστικός συνώνυμα, καυστικός σημασία, καυστικός λεξικό, καυστικόσ πόνοσ στα πόδια
Συνώνυμα: καυστικός
καυτό, θερμός, ζεστός, καυτερός, καυτερό, καυτηρός, δριμύς, δηκτικός, σαρκαστικός, πιπερώδης, ζωηρός, σπαραχτικός, πνιγηρός, βιτριολικός
Μεταφράσεις: καυστικός
καυστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tart, caustic, torrid, vitriolic, sweltering, poignant
καυστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agrio, cáustico, tórrido, tórrida, torrid, tórridos, torrida
καυστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
törtchen, torte, obstkuchen, schlampe, ätzend, ätzmittel, prostituierte, dirne, nutte, kaustisch, obsttörtchen, herb, hure, glühend, heißen, torrid, seng, sengenden
καυστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prostitué, aigre, narquois, poivré, caustique, corrosif, âpre, amer, sur, astringent, sarcastique, putain, prostituée, acrimonieux, piquant, mordant, torride, torrides, effréné, ardent
καυστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acido, torrido, torrida, torride, torrid
καυστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prostituta, tórrido, torrid, tórrida, ardente, tórridas
καυστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijtend, zuur, snol, verzengend, verzengende, torrid, vurige, hartstochtelijke
καυστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пирог, девка, каустик, шлюха, торт, язвительный, терпкий, каустический, разъедающий, резкий, курва, кислый, едкий, жаркий, бурный, знойная, знойным
καυστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
besk, torrid, brennende het, heftig, brennende
καυστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förbränd, torrid, överhettade, torridtid, brännheta
καυστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirpeä, terävä, katutyttö, piikikäs, karvas, paahtava, torrid, kiihkeä, intohimoinen, polttava
καυστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sur, glødende, hede, lidenskabelig, torrid, brændende varm
καυστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kousavý, kyselý, koláč, dort, žíravý, žíravina, trpký, leptavý, uštěpačný, sžíravý, ostrý, vášnivý, vyprahlý, horký, žhavý, palčivý
καυστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sarkastyczny, cierpki, kaustyczny, zgorzkniały, tort, uszczypliwy, lafirynda, ciastko, kostyczny, kaustyka, zjadliwy, kokota, skwarny, torrid, upalny, wypalony słońcem
καυστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utcalány, maró, gyümölcslepény, perzselő, forró, torrid
καυστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fahişe, orospu, ihtiraslı, ateşli, kavurucu, torrid, yakıcı
καυστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пиріг, каустичний, кислий, різкий, їдкий, терпкий, торт, жаркий, спекотний, гарячий, жарке
καυστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përvëlues, i nxehtë
καυστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палещ, горещ, зноен, пламенна, пламенната
καυστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарачы, спякотны, гарачае, гарачым, гарачая
καυστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lirva, kaustiline, tort, söövitav, libu, salvav, kirglik, Kiihkeä, kõrvetavalt palav, Kirg tablett, Paahtava
καυστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opor, kolač, kiseo, zloban, jedak, oštar, žarki, tropski, vreo, spržen, vatren
καυστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
torrid
καυστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaitrus, aistringas, Karštą, Tropinių, Svelmains
καυστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prostitūta, svelmains, karsts
καυστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пламенен
καυστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prostituată, torid, torida, toridă, torrid, toride
καυστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koláč, pita, Žarki, Tropski, Spržen
καυστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
leptavý, koláč, vášnivý
Τυχαίες λέξεις