Λέξη: χρησιμότητα

Σχετικές λέξεις: χρησιμότητα

χρησιμότητα ανεμόμυλου, χρησιμότητα του τηλεφώνου, χρησιμότητα του τρένου, χρησιμότητα συνώνυμο, χρησιμότητα του αυτοκινήτου για τον άνθρωπο και την κοινωνία, χρησιμότητα των φάρων, χρησιμότητα αυτοκινήτου, χρησιμότητα του αερόστατου για τον άνθρωπο και την κοινωνία, χρησιμότητα tablet, χρησιμότητα του έργου για τον άνθρωπο και την κοινωνία

Συνώνυμα: χρησιμότητα

χρήση, μεταχείριση, συνήθεια, χρησιμότης, ωφελιμότης, ωφελιμότητα, δημόσια υπηρεσία, ωφέλεια, ευχρηστία

Μεταφράσεις: χρησιμότητα

χρησιμότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
usefulness, utility, use, usefulness of, utility of

χρησιμότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
útil, utilidad, utilidad de, de utilidad, la utilidad, herramienta

χρησιμότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nutzen, nützlichkeit, brauchbarkeit, zweckmäßigkeit, Nutzen, Dienstprogramm, Nützlichkeit, Utility

χρησιμότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
utilité, utilitaire, l'utilité, utilitaire de, services publics

χρησιμότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
utilità, utility, programma di utilità, di utilità, utilità di

χρησιμότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
utilidade, utilitário, utilitário de, de utilidade

χρησιμότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nut, utility, utiliteit, hulpprogramma, tool

χρησιμότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полезность, польза, корысть, толк, утилита, утилиты, полезности

χρησιμότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nytte, verktøyet, utility, verktøy, vaskerom

χρησιμότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
användbarhet, verktyg, verktyget, bruks, nyttan

χρησιμότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyöty, käyttökelpoisuus, hyödyllisyys, käyttö, apuohjelma, apuohjelman, taajamakoneet

χρησιμότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nytte, hjælpeprogram, værktøj, hjælpeprogrammet, anvendelighed

χρησιμότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
užitek, prospěšnost, užitečnost, nástroj, utilita

χρησιμότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pożyteczność, użytkowość, przydatność, użyteczność, narzędzie, narzędziem, narzÄ ™ dzie

χρησιμότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hasznosság, segédprogram, közüzemi, segédprogramot, segédprogrammal

χρησιμότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
peyda, yarar, yardımcı programı, yardımcı programdır, yardımcı program, bir yardımcı programdır

χρησιμότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
користь, невикористання, утиліта

χρησιμότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjë e dobishme, dobi, të shërbimeve, e shërbimeve, shërbimeve të

χρησιμότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полезност, програма, полза, помощна програма

χρησιμότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўтыліта, утыліта, прылада, інструмэнт

χρησιμότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasulikkus, kasuliku, utiliit, kasulikkust, kommunaalteenuste

χρησιμότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
korisnost, alat, uslužni program, program, uslužni

χρησιμότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gagnsemi, tól, notagildi, tól til, gagnsemi af

χρησιμότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
naudingumas, įrankis, naudingumo, nauda

χρησιμότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lietderība, noderīgas, utilīta, komunālā

χρησιμότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Нови, комунални услуги, комунални, алатка, комуналните

χρησιμότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
utilitate, utilitar, de utilitate, utilitatea, utilități

χρησιμότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
utility, pripomoček, uporabnost, koristnost, korist

χρησιμότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
užitočnosť, užitočnosti, užitočné, prospešnosť, prínos

Στατιστικά δημοτικότητας: χρησιμότητα

Τυχαίες λέξεις