Hassen στα ελληνικά
Μετάφραση: hassen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίσος, σιχαίνομαι, μισώ, μισούν, το μίσος, μίσους
Μεταφράσεις
- abgestimmt στα ελληνικά - Ψηφίστηκε, ψήφησε, ψηφιστεί ως, ψηφιστεί, ψήφισαν
- bedeutungslose στα ελληνικά - χωρίς νόημα, νόημα, νοήματος, ανούσια, άνευ σημασίας
- dosierend στα ελληνικά - δοσολογία, δόσης, δοσολογίας, δοσολόγηση, δοσολόγησης
- drüsenartig στα ελληνικά - αδενικό, αδενική, αδενικού, αδενικά, αδενικές
Τυχαίες λέξεις
Hassen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίσος, σιχαίνομαι, μισώ, μισούν, το μίσος, μίσους
Μεταφράσεις: μίσος, σιχαίνομαι, μισώ, μισούν, το μίσος, μίσους