Λέξη: νομισματικός

Σχετικές λέξεις: νομισματικός

νομισματικός μετατροπέας, νομισματικός πόλεμος, νομισματικός αποπληθωρισμός

Συνώνυμα: νομισματικός

χρηματικός

Μεταφράσεις: νομισματικός

νομισματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
monetary, numismatic

νομισματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
monetario, monetaria, monetarias, monetarios

νομισματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Geld-, Währungs-, monetär

νομισματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pécuniaire, monétaire, monétaires, monétaire de

νομισματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
monetario, monetaria, monetarie, monetari

νομισματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
monetário, monetária, monetárias, monetários, monetary

νομισματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
monetair, monetaire, de monetaire, het monetaire

νομισματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
денежный, валютный, монетный, кредитно-денежный, монетарный, безденежная, денежная, денежно

νομισματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
monetære, penge-, monetær, penge

νομισματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
monetär, monetära, penning, valuta, penning-

νομισματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raha, rahallinen, raha-, rahapolitiikan, rahatalouden

νομισματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
monetære, monetær, den monetære, monetaere, penge-

νομισματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
peněžní, měnový, monetární, měnové, měnová, měnovou

νομισματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pieniężny, walutowy, monetarny, pieniężnej, pieniężna

νομισματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
valutaügyi, pénzbeli, pénzügyi, monetáris, a monetáris

νομισματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
para, parasal

νομισματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
монетарист, грошовий, фінансовий, грошову, грошова

νομισματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
monetar, monetare, monetare e, monetare të

νομισματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
паричен, паричната, парична, на паричната, по паричната

νομισματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грашовы, фінансавы, грашовае

νομισματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahaline, raha-, mitterahaline, rahapoliitika, rahaliidu

νομισματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
novčani, monetarni, monetarne, monetarna, monetarnu, novčana

νομισματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
peningamálum, peningastefnunnar, peningamála, peninga-, peningalegt

νομισματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
piniginis, pinigų, piniginė, pinigų politikos, piniginės

νομισματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
naudas, monetārās, monetārā, monetāro

νομισματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
монетарна, монетарни, монетарната, монетарните, монетарно

νομισματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
monetar, monetară, monetare, monetara, financiar

νομισματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
monetární, denarna, denarne, denarno, monetarna, monetarne

νομισματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
peňažný, peňažné, peňažnej, peňažných, finančné
Τυχαίες λέξεις