Helikopter στα ελληνικά
Μετάφραση: helikopter, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελικόπτερο, πέλεκας, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, του ελικοπτέρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abschrägung στα ελληνικά - λοξή γωνία, λοξεύω, λοξότμηση, λοξοτμήσεως, κωνικούς
- attribut στα ελληνικά - κτήμα, αναπληρωτής, διάσταση, περιουσία, ακίνητο, συμπλήρωμα, ιδιότητα, ...
- dossiers στα ελληνικά - φακέλων, φάκελοι, φακέλους, φακέλων που, τους φακέλους
Τυχαίες λέξεις
Helikopter στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελικόπτερο, πέλεκας, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, του ελικοπτέρου
Μεταφράσεις: ελικόπτερο, πέλεκας, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, του ελικοπτέρου