Λέξη: φιλοξενούμενος

Σχετικές λέξεις: φιλοξενούμενος

φιλοξενούμενος ενήλικας, φιλοξενούμενοσ αντύπασ, φιλοξενούμενος μέρισμα, φιλοξενούμενος κοινωνικό μέρισμα, φιλοξενούμενος τεκμήριο, φιλοξενούμενος φορολογική δήλωση 2014, φιλοξενούμενος ή δωρεάν παραχώρηση, φιλοξενούμενος ε1 2013, φιλοξενούμενος ε1, φιλοξενούμενος δήλωση 2012

Συνώνυμα: φιλοξενούμενος

επισκέπτης, καλεσμένος, προσκαλεσμένος, προσκεκλημένος, ξενιζόμενος

Μεταφράσεις: φιλοξενούμενος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
guest, visitor, Away, Away team, a guest
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
convidado, huésped, invitado, huéspedes, huésped de, de huéspedes
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gast, Gast, Gäste, Unterkunft
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
visiteur, invité, hôte, convive, invitée, client, hôtes, Guest, clients
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invitato, convitato, ospite, ospite di, ospiti, cliente, clientela
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adivinhar, hóspede, suposição, freguês, visita, convidado, Guest, hóspede da, hóspedes
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
logé, gast, gasten, Gastenboek, gast van, gastenbeoordelingen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паразит, постоялец, отдыхающий, пансионер, посетитель, гость, гостевой, гостевой доступ, гостей
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjest, Gjesten, gjeste, gjestene
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gäst, besökare, gästen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyläilijä, vieras, vierailija, Asiakkaiden, vieraan, asiakas, vieraiden
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gæst, gæst d, rejsende
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
návštěvník, host, hostem, hostovi, pro hosty, ubytovnu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pensjonariusz, gość, gości, gościem, pensjonat, guest
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vendég, Látogatók, Guest, a vendég, vendégek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
misafir, konuk, Guest, yapılmıştır Konuk, Ziyaretçilerin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
постоялець, гостьовий, гостьовій, гостьовою, гість, Гость, Відвідувач
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mik, mysafir, ftuar, i ftuar, Vizitues, mysafir i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гост, за гости, гости, гостите, Guest
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
госць, Гость, госьць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külaline, st külalise, külalise, külastaja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzvanik, gostujuća, gostovanje, gost, Guest, Ocjene, gostiju, goste
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gestur, gesta
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
hospes, conviva
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svečias, Svečių, Guest, Viešbučio, svečiams
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viesis, viesu, atpūtas, viesi, brīvdienu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гостин, гости, за гости, гостинот, гостите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oaspete, musafir, cameră, invitat, de oaspeți, satului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gost, ost, guest, Ocenitev, goste, gostov
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
návštevník, hosť, host, klient
Τυχαίες λέξεις