In στα ελληνικά
Μετάφραση: in, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, στο, στην, στη, στον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abflauen στα ελληνικά - υποχωρώ, μειώνω, ακυρώνω, κοπάζω, ελαττώνω
- abwickler στα ελληνικά - εκκαθαριστής, εκκαθαριστή, σύνδικος, συνδίκου, σύνδικο
- armbrust στα ελληνικά - βαλλίστρα, τόξο, crossbow, βαλλίστρας, βαλλιστρών
Τυχαίες λέξεις
In στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, στο, στην, στη, στον
Μεταφράσεις: σε, στο, στην, στη, στον