Λέξη: εθισμός
Σχετικές λέξεις: εθισμός
εθισμός - κωστής μαραβέγιας, εθισμός στο league of legends, εθισμός στο διαδίκτυο ppt, εθισμός ορισμός, εθισμός στο διαδίκτυο video, εθισμός στο διαδίκτυο, εθισμός στο διαδίκτυο τροποι αντιμετωπισης, εθισμός στο διαδίκτυο youtube, εθισμός στο διαδίκτυο ερευνες, εθισμός συνώνυμο
Συνώνυμα: εθισμός
επιρρέπεια, ροπή σε κάποιο ελάττωμα
Μεταφράσεις: εθισμός
εθισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
addiction, addiction is, an addiction
εθισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adicción, la adicción, adicción a, apego, la adicción a
εθισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sucht, abhängigkeit, hang, Sucht, Abhängigkeit
εθισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
addiction, dépendance, accoutumance, toxicomanie, la dépendance, la toxicomanie
εθισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dipendenza, dipendenza da, la dipendenza, tossicodipendenza, assuefazione
εθισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vício, dependência, addiction, apego, o vício
εθισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verslaving, verslavingszorg, verslaving te, de verslaving
εθισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
склонность, предрасположенность, подверженность, наркомания, зависимость, наркомании, пристрастие
εθισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avhengighet, avhengigheten
εθισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
addiction, missbruk, böjelse, beroende
εθισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riippuvaisuus, riippuvuus, riippuvuuden, addiction, väärinkäytön, väärinkäytön seurantakeskus
εθισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afhængighed, misbrug, afhængighed af, afhængigheden
εθισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
návyk, závislost, závislosti, závislost na, závislostí
εθισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nałóg, uzależnienie, uzależnienia, uzależnień, uzależnienie od
εθισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szenvedély, függőség, függőséggel, addikció, a függőség
εθισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağımlılık, Bağımlığı, bağımlılığı, bağımlılığının, Addiction
εθισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
схильність, наркоманія, наркомания
εθισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhënie pas, varësisë, varësia, varësia e, të varësisë
εθισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пристрастеност, наркомания, пристрастяване, пристрастяването, зависимостта
εθισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
наркаманія, наркаманіі
εθισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõltuvus, sõltuvuse, narkomaania, sõltuvust, sõltuvusest
εθισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naviknut, odan, predanost, ovisnost, ovisnosti, ovisnost o, ovisnosti o
εθισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fíkn, fíknin, er fíkn, að fíkn
εθισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
polinkis, priklausomybė, priklausomybės, narkomanija, priklausomybė nuo
εθισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atkarība, atkarības, atkarību, atkarība no, narkoloģiskā
εθισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зависноста, зависност, цигара, зависност од, зависноста од
εθισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dependenţă, dependenta, dependență, dependenta de, dependenței, dependenței de
εθισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zasvojenost, Odvisnost, zasvojenosti, Odvisnost od, zasvojenost z
εθισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
závislosť, závislosti
Στατιστικά δημοτικότητας: εθισμός
Τυχαίες λέξεις