Αμερόληπτος στα αγγλικά

Μετάφραση: αμερόληπτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fair-minded, unbiased, impartial, detached, an impartial, impartiality
Αμερόληπτος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αμερόληπτος

candid
  • ειλικρινής
  • άδολος
  • ευθύς
  • αμερόληπτος
detached
  • αμερόληπτος
  • απομονωμένος
  • ξεκομμένος
  • απροκατάληπτος
judicial
  • δικαστικός
  • δίκαιος
  • αμερόληπτος
  • κριτικός
unbiased
  • απροκατάληπτος
  • αμερόληπτος
impartial
  • αμερόληπτος
  • αφατρίαστος
objective
  • αμερόληπτος
  • αντικειμενικός
disinterested
  • αμερόληπτος
  • αφιλοκερδής

Σχετικές λέξεις: αμερόληπτος

αμερόληπτος σημαίνει, αμερόληπτος αντώνυμα, αμερόληπτος βικιλεξικο, αμερόληπτος λεξικο, αμερόληπτος σημασια, αμερόληπτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, αμερόληπτος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αμελητέος στα αγγλικά - negligible, insignificant, be negligible, a negligible
  • αμελώ στα αγγλικά - neglect, skimp, disregard, to skimp, not skimp
  • αμετάβλητος στα αγγλικά - immutable, unchanged, unchangeable, changeless, invariable
  • αμετάκλητος στα αγγλικά - irreversible, irrevocable, unrevoked, irreversibility, finality
Τυχαίες λέξεις
Αμερόληπτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: fair-minded, unbiased, impartial, detached, an impartial, impartiality