Indizierung στα ελληνικά

Μετάφραση: indizierung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδρομή, ευρετηρίαση, ευρετηρίασης, τιμαριθμική αναπροσαρμογή, δημιουργία ευρετηρίου, την ευρετηρίαση
Indizierung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angelassen στα ελληνικά - ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να
  • außenspiegel στα ελληνικά - καθρέφτης, αντικατοπτρίζω, καθρέπτες, καθρέφτες, εξωτερικοί καθρέπτες, εξωτερικούς καθρέπτες, εξωτερικοί καθρέφτες
  • beauftragte στα ελληνικά - αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο
  • droschkenkutscher στα ελληνικά - Droschkenkutscher
Τυχαίες λέξεις
Indizierung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδρομή, ευρετηρίαση, ευρετηρίασης, τιμαριθμική αναπροσαρμογή, δημιουργία ευρετηρίου, την ευρετηρίαση