Λέξη: κατακεραυνώνω
Σχετικές λέξεις: κατακεραυνώνω
κατακεραυνώνω συνωνυμο, κατακεραυνώνω συνωνυμα
Μεταφράσεις: κατακεραυνώνω
κατακεραυνώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wither, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
marchitarse, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verblühen, hammel, verdorren, verkümmern, verwelken, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dépérir, languir, sécher, s'atrophier, flétrissure, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appassire, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
retire, murchar, recuar, afastar, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verflensen, kwijnen, verdorren, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усыхать, иссушить, увянуть, отсыхать, зачахнуть, увядать, сохнуть, иссохнуть, иссыхать, отцветать, засыхать, чахнуть, высыхать, ослабевать, посохнуть, вянуть, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
visne, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lakastuttaa, näivettää, surkastua, kuivua, nuutua, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
schnout, chřadnout, zvadnout, vadnout, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
suszyć, uwiędnąć, więdnąć, zwiędnąć, usychać, zamierać, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лозина, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vyshkem, vyshk, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võõrutussümptom, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
venuti, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vysti, katakerafnono
κατακεραυνώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
κατακεραυνώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
katakerafnono
Τυχαίες λέξεις