Λέξη: επικήδειος

Σχετικές λέξεις: επικήδειος

επικήδειος λόγος για τη μανα, επικήδειος λόγος για θειο, επικήδειος λόγος για τον παππου, επικήδειος λόγος για φίλο, επικήδειος κονδυλάκη, επικήδειος λόγος για μητερα, επικήδειος λόγος ανδρέα παπανδρέου, επικήδειος λόγος πατέρα, επικήδειος λόγος, επικήδειος λόγος για τη γιαγια

Συνώνυμα: επικήδειος

επικηδείος, πένθιμος

Μεταφράσεις: επικήδειος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
funerary, funeral, eulogy
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
funeral, funerario, entierro, funerales, fúnebre
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Beerdigung, Begräbnis, Bestattung, Bestattungs, Trauer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mortuaire, funèbre, funéraire, funérailles, enterrement, obsèques
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
funerale, funebre, funerali, esequie, il funerale
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
funeral, enterro, fúnebre, funerária, funerais
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
begrafenis, uitvaart, begrafenissen, Funeral, Begrafenisondernemers
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
траурный, похоронный, похороны, похоронные, похорон, похоронах, похоронная
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
begravelse, begravelsen, Funeral, begravelses, gravferden
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
begravning, begravningen, begravnings, begravnings-, funeral
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hautajaiset, hautajaisiin, hautajaisissa, hautajaisten, hautauskuljetukset
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
begravelse, begravelsen, begravelsestransport, bisættelse
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pohřební, pohřeb, smuteční, pohřbu, smutečn
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pogrzebowy, pogrzeb, pogrzebowe, pogrzebie, funeral
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
temetés, temetési, temetkezési, temetésén, temetésen
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cenaze, Funeral, Kuttören, cenazesi, cenaze töreni
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
траурний, жалобний, похорон, похорони, поховання, поховано
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
funeral, Funerali, funeralin, varrimi, Funerali i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
погребение, погребението, погребението на, погребални, на погребението
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пахаванне, пахаванні, пахаваньне, похороны, хаўтуры
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
matus, matused, matuse, matustel, matusel
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pogreb, sprovod, pogrebne, pogrebna, pogreba
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jarðarför, útför, Útförin, Jarðarförin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laidotuvės, laidotuvių, laidojimo, laidotuves, gedulingi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bēres, bēru, apbedīšanas, sēru, funeral
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
погребот, погреб, погребната, погребна, погребот на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înmormântare, înmormântarea, funerar, de înmormântare, funeraliile
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogreb, funeral, pogreba, pogrebna, mrtvaškimi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohreb, pohrebe
Τυχαίες λέξεις