Kürzung στα ελληνικά
Μετάφραση: kürzung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, έλλειψη, ελάττωση, κοπή, κόβω, κόψιμο, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- basis στα ελληνικά - βάση, ευτελής, βάθρο, πόδι, βάσης, βάσεως, βασικό, ...
- beförderer στα ελληνικά - μεταφορέας, φορέας, φορέα, μεταφορέα, μεταφορικής
- betonen στα ελληνικά - στίζω, τόνος, στρες, άγχος, τονίζω, πίεση, το άγχος, ...
- diktionen στα ελληνικά - σεων
Τυχαίες λέξεις
Kürzung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, έλλειψη, ελάττωση, κοπή, κόβω, κόψιμο, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
Μεταφράσεις: μείωση, έλλειψη, ελάττωση, κοπή, κόβω, κόψιμο, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή