Λέξη: λειψανοθήκη

Σχετικές λέξεις: λειψανοθήκη

λειψανοθήκη του αληθούς σταυρού, η λειψανοθήκη

Συνώνυμα: λειψανοθήκη

βωμός, ναός, ιεροφυλάκιο

Μεταφράσεις: λειψανοθήκη

λειψανοθήκη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reliquary, shrine, the reliquary, relinquary was placed, a reliquary

λειψανοθήκη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
relicario, relicario de, reliquia, el relicario, de relicario

λειψανοθήκη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Reliquiar, Reliquienschrein, Reliquien, Reliquie

λειψανοθήκη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reliquaire, châsse, relique, de reliquaire

λειψανοθήκη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reliquario, reliquiario, teca, reliquia, reliquie

λειψανοθήκη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
relicário, reliquary, relicário de, relíquias, relíquia

λειψανοθήκη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
relikwieënkastje, reliquiarium, reliekschrijn, relikwieënschrijn, reliekhouder

λειψανοθήκη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гробница, ковчег, рака, реликварий, мощами, мощевик

λειψανοθήκη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
relikvieskrin, Relikvarium, relikvar, relikviekors, skrin

λειψανοθήκη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reliquary, relikvarium, reliquaryen, relikskrin, relikskrinet

λειψανοθήκη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyhäinjäännöslipas, pyhäinjäännösarkku, pyhäinjäännöspyhätössä, pyhäinjäännöskokoelma, reliquary

λειψανοθήκη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
relikvieskrin, reliquary, relikvie, helgenskrin, relikvieskrinet

λειψανοθήκη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
relikviář, reliquary, relikviářem, relikviář o, relikviář s ostatky

λειψανοθήκη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
relikwiarz, relikwiarza, relikwiarzem, reliquary

λειψανοθήκη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ereklyetartó, az ereklyetár, ereklyetár, ereklyetartót, ereklyetartóba

λειψανοθήκη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kutsal emanetlerin saklandığı sandık, reliquary

λειψανοθήκη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ковчег, ковчега, ковчегу

λειψανοθήκη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qivur

λειψανοθήκη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рака, мощехранителница, реликварий, реликвария, мощехранилница

λειψανοθήκη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каўчэг

λειψανοθήκη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reliikvialaegas, Pyhäinjäännöslipas

λειψανοθήκη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
relikvijar, moćnik, relikvija

λειψανοθήκη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reliquary

λειψανοθήκη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
relikvinės, Relikvijorius, Relikwiarz, relikvijoriuje ilsisi

λειψανοθήκη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
relikvijas

λειψανοθήκη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реликвијар, реликвијарот, ковчег

λειψανοθήκη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
raclă, reliquary, relicvariu, racla, relicvariu de

λειψανοθήκη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
relikvijar

λειψανοθήκη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
relikviár, relikviář
Τυχαίες λέξεις