Kern στα ελληνικά

Μετάφραση: kern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαλίκι, πεμπτουσία, πυρήνας, πετροβολώ, κρέας, φορτίο, σάρκα, ψίχα, λιθοβολώ, πράξη, μυελός, πέτρα, σύνολο, φορτώνω, βάρος, καρδιά, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος
Kern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgekocht στα ελληνικά - βραστό, βρασμένο, βραστά, βρασμένα, βράζεται
  • aushaltend στα ελληνικά - αντέχουν, αντέχει, αντέξουν, να αντέχει, να αντέχουν
  • beanspruchung στα ελληνικά - τονίζω, τόνος, διηθώ, ζόρι, φορτίζω, άγχος, τεντώνω, ...
  • china στα ελληνικά - Κίνα, Κίνας, την Κίνα, της Κίνας, η Κίνα
Τυχαίες λέξεις
Kern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαλίκι, πεμπτουσία, πυρήνας, πετροβολώ, κρέας, φορτίο, σάρκα, ψίχα, λιθοβολώ, πράξη, μυελός, πέτρα, σύνολο, φορτώνω, βάρος, καρδιά, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος