Λέξη: θολώνω

Σχετικές λέξεις: θολώνω

θολώνω τα νερά, θολώνω συνώνυμο, θολώνω συνώνυμα, θολώνω αγγλικα

Συνώνυμα: θολώνω

ταράσσω, σκοτίζω, συγχέω, συγχύζομαι, συγχύζω, συσκοτίζω

Μεταφράσεις: θολώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cloud, roil, obfuscate, snafu, bedim, muddle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nube, enturbiar, roil, enturbiar los, enturbiando, irritando
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zudecken, bedecken, wolke, hauptsache, roil, trüben
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'obscurcir, obscurcir, nue, nuée, couvrir, nuage, voiler, embuer, embrumer, roil, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nuvola, nembo, nube, roil
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nuvens, nuvem, turvar, roil, perturbar, perturbar os, turvando
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wolk, troebel maken, roil, troebel, kolkend
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
облачность, запотевать, заволакивать, облако, омрачать, туча, одурять, клуб, мутить, раздражать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sky, roil
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sky, roil
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
samentaa, pilvi, roil
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sky, roil
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oblak, zamlžit, zachmuřit, mračno, zastřít, mrak, zahalit, chmura, obracel
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
marmurkować, kłębowisko, mgławica, chmurzenie, zachmurzyć, obłok, zachmurzenie, roil, wydobywaj ją, wydobywaj
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felleg, felkavar
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
roil, bükülmekten, üzerine bükülmekten
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хмара, оте, каламутити, мутити, мутить, мутитиме, нудити
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
re, nxeh, të nxeh, turbulloj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
облак, мътя, досаждам на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
воблак, каламуціць, муціць, нудзіць, страўнік забурчэў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ähmastama, vari, pilv, õrritama
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naoblačiti, oblak, zamutiti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ský, roil
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
debesis, jaudinti, sudrumsti, plakti, Muta, drumsti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mākonis, spiets, sadusmot, duļķot
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
облак, roil, досаждам
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
roil
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oblak, mrak, roil
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oblak, mrak, obracal, obrátil, obracia, obrátila, pomoci externých
Τυχαίες λέξεις