Λέξη: τύρφη
Σχετικές λέξεις: τύρφη
τύρφη τιμή θεσσαλονίκη, τύρφη χώμα, τύρφη ph, τύρφη θεσσαλονικη, τύρφη ενυδρείου, τύρφη τιμή, τύρφη τι ειναι, τύρφη περλιτης, τύρφη και κοπριά, τύρφη ξανθιά
Συνώνυμα: τύρφη
φυτάνθραξ, σαπόχορτα, ποάνθρακας
Μεταφράσεις: τύρφη
τύρφη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peat, turf, of peat, peat moss
τύρφη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
turba, de turba, la turba, turba de, peat
τύρφη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
torf, Torf, Moor, peat
τύρφη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tourbe, la tourbe, de tourbe, de la tourbe, tourbe de
τύρφη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
torba, di torba, la torba, della torba, peat
τύρφη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
turfa, de turfa, peat, a turfa, da turfa
τύρφη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
turf, veen, peat, veen-, van turf
τύρφη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
торф, торфа, торфяной, торфяные, торфяно
τύρφη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
torv, torven, myr, av torv
τύρφη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
torv, torven
τύρφη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
turve, turpeen, turvetta, turpeesta, turpeella
τύρφη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tørv, tørven, peat, tørvejord
τύρφη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rašelina, rašeliny, rašelinový, rašelinová, slatina
τύρφη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
torf, torfu, torfowy, peat, torfowo
τύρφη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
turfa, tőzeg, tőzeget, tőzegből, a tőzeg, tőzeges
τύρφη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
turba, torf, peat, bataklık kömürü
τύρφη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
торф'яний, торф
τύρφη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
torfe, torfë, torfës, bitumi, moçalit
τύρφη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
торф, торфен, торфа, на торф, торфени
τύρφη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
торф
τύρφη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
turvas, turba, turvast, turbast, turbaga
τύρφη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
treset, treseta, peat, od treseta, je treset
τύρφη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mó, mór, mós, mór
τύρφη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
durpės, durpių, durpes, peat, durpėms
τύρφη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kūdra, kūdras, kūdru, kūdrai, peat
τύρφη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тресет, на тресет, тресетиштата, од тресет, тресетни
τύρφη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
turbă, turba, de turbă, turbei, maron
τύρφη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
peat, šota, šote, šoto, šotno
τύρφη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rašelina, rašeliny, rašelinu, rašelina a
Στατιστικά δημοτικότητας: τύρφη
Τυχαίες λέξεις